ἄδοξα

ἄδοξα
ἄδοξος
without
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άδοξα — Φυτοφάγα κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των χρυσομηλιδών. Ζουν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Είναι έντομα καταστρεπτικά για τη χλωρίδα, γιατί παρασιτούν σε διάφορα φυτά. Ένα από αυτά, o άδοξος των αμπελιών, κατατρώει τα φύλλα και τις… …   Dictionary of Greek

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ακλεής — ἀκλεής, ὲς (Α) [κλέος] 1. ο δίχως φήμη, άδοξος 2. επονείδιστος, άτιμος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκλεές ακλεώς, άδοξα …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ασπασία — I (5ος αι. π.Χ.).Μιλήσια εταίρα, κόρη του Αξίοχου. Το 455 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άσκησε επίδραση στην πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική κίνηση της πόλης, χάρη στην ευφυΐα και τη μόρφωσή της, και δέχτηκε τους μεγαλύτερους επαίνους …   Dictionary of Greek

  • Αχαρνείς — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που θεωρείται το πιο παλιό από τα έργα του μεγάλου κωμικού ποιητή που σώζονται. Ανεβάστηκε στα Λήναια το 425 π.Χ. και πήρε το α’ βραβείο. Το έργο διαδραματίζεται μέσα στις άθλιες συνθήκες ξεριζωμού, πείνας και επιδημιών… …   Dictionary of Greek

  • Βίτων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο γιους της Κυδίππης, ιέρειας της Ήρας (ο άλλος λεγόταν Κλέοβις). Ο Σόλων, όταν ρωτήθηκε από τον Κροίσο, τους χαρακτήρισε ως τους πιο ευτυχισμένους θνητούς μετά τον Τέλλο τον Αθηναίο, γιατί δέθηκαν στον ζυγό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”